ἐπισκοτίσῃ

ἐπισκοτίσῃ
ἐπισκοτίσηι , ἐπισκότισις
fem dat sg (epic)
ἐπισκοτίζω
to be overshadowed
aor subj mid 2nd sg
ἐπισκοτίζω
to be overshadowed
aor subj act 3rd sg
ἐπισκοτίζω
to be overshadowed
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επισκότιση — η (AM ἐπισκότισις) [επίσκοτίζω] συσκότιση, σκοτείνιασμα …   Dictionary of Greek

  • αμαύρωμα — το (Α ἀμαύρωμα) νεοελλ. κηλίδωση, σπίλωση τής φήμης, τού ονόματος αρχ. (για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ βλ. ἀμαυρώνω] …   Dictionary of Greek

  • αμαύρωση — η (Α ἀμαύρωσις) δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή τής υπόληψης κάποιου αρχ. 1. επισκότιση 2. αμβλύτητα τού νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ βλ.… …   Dictionary of Greek

  • επιθόλωσις — ἐπιθόλωσις, ἡ (Α) 1. το θόλωμα, το σκοτείνιασμα 2. μτφ. η επισκότιση, η διατάραξη …   Dictionary of Greek

  • επισκίαση — η (AM ἐπισκίασις) [επισκιάζω] η επισκότιση, το να πέφτει σκιά επάνω σε κάποιον ή κάτι αρχ. μσν. θεϊκή σκέπη και προστασία …   Dictionary of Greek

  • επισκοτισμός — ἐπισκοτισμός, ὁ (Α) [επισκοτίζω] επισκότιση …   Dictionary of Greek

  • ζόφωση — η (AM ζόφωσις) [ζοφώ] συσκότιση, επισκότιση, σκοτείνιασμα νεοελλ. μσν. (για τα μάτια) τύφλωση μσν. θλίψη, μελαγχολία …   Dictionary of Greek

  • περισκιασμός — ὁ, Α [περισκιάζομαι] (για τη Σελήνη) επισκότιση, επισκίαση, αμαύρωση …   Dictionary of Greek

  • σκοτισμός — ο, ΝΜΑ [σκοτίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτίζω, η μεταβολή σε σκοτάδι, επισκότιση («σκοτισμοὶ καὶ φωτισμοὶ ἀέρος», Κλεομήδ.) 2. σκοτοδίνη («που τόν έπιασε καταχνιά και σκοτισμός και ζάλη», Ερωτόκρ.) 3. μτφ. διανοητική σύγχυση,… …   Dictionary of Greek

  • σκότωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκοτῶ (III)] μτφ. α) πνευματική ή ψυχική σύγχυση, πλάνη («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.) β) θάμπωμα («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας σκότωσις», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτῶ* (III),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”